- ἑξκαιπεντηκονταπλάσιος
- ἑξκαιπεντηκονταπλάσιος [pron. full] [πλᾰ], ον,A fifty-six fold, Plu.2.925c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξκαιπεντηκονταπλάσιος — ἑξκαιπεντηκονταπλάσιος, ον (Α) ο πενήντα έξι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος … Dictionary of Greek